- ῥοᾶς
- ῥοήriverfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥοάς — shedding of fruit fem nom sg ῥοά̱ς , ῥοή river fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροάς — άδος, ἡ, Α (σχετικά με νόσο τών αμπελιών) πτώση τών καρπών, πτώση τών ρωγών. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί ῥυάς] … Dictionary of Greek
ῥόας — ῥόᾱς , ῥόα pomegranate tree fem acc pl ῥόᾱς , ῥόα pomegranate tree fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοά — ῥοάς shedding of fruit fem voc sg ῥοά̱ , ῥοή river fem nom/voc/acc dual ῥοά̱ , ῥοή river fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοάδα — ῥοάς shedding of fruit fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοάδος — ῥοάς shedding of fruit fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
RHOAS — I. RHOAS Graece ᾽Ροιὰς vel Ῥοὰς, dicta est Laodicea ad Lycum, cum prius Diospolis nomen haberet, tandem Diocaesarea dicta. Nempe Laodicea dicta est, ab uxore Antiochi Stratonice gentili, qui illam condidit; Διόςπολις, Oraculi iussu; Rhoas vero,… … Hofmann J. Lexicon universale
καλλιρόας — καλλιρόας, ὁ (Α) ο καλλίρρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ροας (< ῥοή, πρβλ. δωρ. τ. ῥοά < ῥέω), πρβλ. ακαμαντο ρόας] … Dictionary of Greek
καλλίναος — καλλίναος, ον (Α) αυτός που ρέει ωραία, ο καλλίρροος («τοῦ καλλινάου τ ἄπο Κηφισοῡ ῥοάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ναος (< νάω «ρέω»), πρβλ. αέ ναος] … Dictionary of Greek
λώμα — το (AM λώμα, ατος) νεοελλ. ναυτ. σχοινί που ράβεται γύρω γύρω από το ιστίο για να τό ενισχύσει και να τό προφυλάξει από τον άνεμο, κν. γραντί μσν. κλωστή, νήμα αρχ. 1. το κράσπεδο, η άκρη τού ενδύματος, η ούγια («καὶ ποιήσεις ὑπὸ τὸ λῶμα τοῡ… … Dictionary of Greek